διαυγεῖς

διαυγεῖς
διαυγάζω
glance
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
διαυγέω
dawn
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
διαυγής
translucent
masc/fem acc pl
διαυγής
translucent
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ALBAE — apud Ael. Lamprid. in Anton. Heliogabolo c. 21. Pisum cum aureis, lemem cum cerauniis, fabam cum electris, et orizam cum albis exhibens. Mox, Albas praeterea in vicem piperis piscibus et tuberibus conspersit: margaritae sunt, quas rubentis maris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • νεφελίνης — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο KNa3 (AlSiO4)4. Κρυσταλλώνεται στην τεταρτοεδρία του εξαγωνικού συστήματος. Εμφανίζεται σε άχρωμα στιφρά συσσωματώματα, σπανιότερα σε κρυστάλλους με μορφή βραχυστηλοειδή, διαυγείς ή και θολούς, άχρωμους ή λευκούς ως …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • αδουλαίος — Ορυκτό των εκρηξιγενών και μεταμορφωσιγενών πετρωμάτων και ειδικότερα των κρυσταλλικών σχιστόλιθων. Είναι παραλλαγή του ορθοκλάστου και παρουσιάζεται με τη μορφή μεγάλων διαυγών και άχρωμων κρυστάλλων. Ωραιότατοι κρύσταλλοι α. βρίσκονται στους… …   Dictionary of Greek

  • αργυραδάμας ή φθορίτις — Ορυκτό του φθορίου (CaF2) που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, συχνότερα στην εξαεδρική, σπανιότερα στην οκταεδρική και ρομβοδωδεκαεδρική ολοεδρία. Βρίσκεται τόσο σε συμπαγείς μάζες όσο και σε ωραίους κρυστάλλους εξαεδρικής ή οκταεδρικής μορφής …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Τoρίτι, Ιάκωβος — (Torriti). Ιταλός καλλιτέχνης ψηφιδογράφος του τέλους του 13oυ αι. Το αριστούργημά του είναι η Στέγη της Παναγίας επιβλητική διακόσμηση της αψίδας της Σάντα Μαρία Ματζόρε στη Ρώμη. Χρονολογείται γύρω στο 1295 και ακολουθεί πιθανότατα παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”